- παραφθείρειν
- παρά-φθείρωdestroypres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραφθείρω — ΝΜΑ φθείρω, νοθεύω κάπως, αλλοιώνω κατά τι, ιδίως προς το χειρότερο μσν. 1. παθ. παραφθείρομαι πέφτω σε αχρησία («νόμος ἄρτι παρεφθάρη» Ιω. Λυδ.) 2. αλλάζω, μεταβάλλω 3. μτφ. διαφθείρω τη συνείδηση κάποιου με διάφορα μέσα μσν. αρχ. παθ. φθείρομαι … Dictionary of Greek